- χασίσωμα
- το, Ν [χασισώνω]το αποτέλεσμα τού χασισώνω ή τού χασισώνομαι, η παροχή ή η χρήση χασίς και η μέθη που οφείλεται σε αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστούρα — η [μαστούρης η κατάσταση τού μαστούρη, χασίσωμα … Dictionary of Greek